Μουσικές Σπουδές - Oλα αυτά που θέλετε να μάθετε για της κλασικές σπουδές μουσικής.

Ποιήματα για την 25 μαρτίου

Εδώ μπορίτε να διαβάσετε ποιήματα αφιερωμένα στην εθνική εορτή της 25 μαρτίου 1821.

Τα Κλεφτόπουλα

Μάνα μου τα, μάνα μου τα κλεφτόπουλα,
τρώνε και τραγουδάνε, άιντε πίνουν και γλεντάνε.

Μα ένα μικρό, μα ένα μικρό κλεφτόπουλο,
δεν τρώει, δεν τραγουδάει, βάι δεν πίνει, δεν γλεντάει.

Μόν' τ' άρματα, μόν' τ' άρματα του κοίταζε.
Του ντουφεκιού του λέει: «Γεια σου Κίτσο μου λεβέντη!»

Ντουφέκι μου, ντουφέκι μου περήφανο
σπαθί μ ξεγυμνωμένο μια χαρά ήσουν το καμένο.

Τόσες φορές, τόσες φορές με γλύτωσες
απ' του εχθρού τα χέρια τα σπαθιά και τα μαχαίρια.

ΥΜΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ 25η ΜΑΡΤΙΟΥ

Αντιλαλούν στις ρεματιές
τα κλέφτικα τραγούδια
κι η Λευτεριά έχει στολιστεί
μ' αμάραντα λουλούδια.
Λουλούδια που ανθίσανε
στη ματωμένη γη
και βάλσαμο σκορπίσανε
σε κάθε μια πληγή.
Στη Λαύρα γαλανόλευκες
στην Τρίπολη παιάνες,
στο Σούλι και στα Γιάννενα
του λυτρωμού καμπάνες.
Στη Ρούμελη, στα Λάβαρα
και μέχρι το Μοριά,
ένα τραγούδι ακούγεται:
Ω, χαίρε Λευτεριά!
Είναι άγια τούτη η μέρα
και φλογίζει τον αέρα,
μια ολόθερμη αχτίδα,
η Θρησκεία κι η Πατρίδα.
Μέρα Ευαγγελισμού,
άγια μέρα Λυτρωμού
σκόρπισες στη γη χαρά,
Χαίρε, χαίρε Λευτεριά.


ΚΑΝΑΡΗΣ

Κάποιοι δαιμόνοι
τον είχαν στείλει.
Έγινε αχείλη
κόσμου που επόνει.
 
(Ήρωες χρόνοι!)
Και πως εμίλει
με το φιτίλι,
με το τρομπόνι!
 
Το πέρασμά του,
μήνυμα κρύο
μαύρου θανάτου.
 
Κι είχε το θείο
χέρι που φλόγα
κράταε κι ευλόγα.
 


Κανάρης

Όλη η βουλή των προεστών στο μώλο συναγμένη
είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει.
Τότε έβγαλα το φέσι
και να μιλήσω θάρρεψα προβάλλοντας στη μέση:
"Τίποτα, αρχόντοι, δε φελά, μονάχα το καράβι!"
Σα μ' άκουσε ένα απ' τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει
και το φαρμάκι χύνει:
"Ποιός  είναι αυτός, και πώς τον λέν, που συμβουλές μας
δίνει;"
Να τα Ψαρά πως χάθηκαν. Κ' εγώ φωτιά στο χέρι
πήρα, και πέρα τράβηξα κατά της Χιός τα μέρη,
κ΄ είπα από κεί -δε βάσταξα- με χείλια πικραμένα:
"Να  πώς με λέν έμενα".
 

Μακρυγιάννης

Χαρά σε κειόν που πρωτοσήκωσε
απ' τις σκόνες σκεπασμένο,
το δίστομο σπαθί του λόγου σου
στον ήλιο, Μακρυγιάννη,
 
Κι απάνω και στις δυο πλευρές γραφή
Απ' τη μια,
τα λόγια αυτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:
"Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο,
και δε θα μπούμε εύκολα στου αυγού το τσόφλι,
γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ' αυτό να ξαναμπούμε πίσω
μα εγίναμε  πουλιά
και τώρα πια στο τσόφλι μέσα δε χωρούμε".
 
Κι απ' τη δεύτερη πλευρά,
γραφή άλλη χαραγμένη:
"Απάνω στην αλήθεια μου
ακόμα και τον θάνατο τον δέχομαι
τις τόσες φορές τον θάνατο εζύγωσα, αδερφοί μου και δε με πήρε,
που για τούτο,
το θάνατο καταφρονώ,
κι απάνω στην αλήθεια μου πεθαίνω".
 
Χαρά σε κειόν
που πρωτοσήκωσε απ' το χώμα αυτήν τη σπάθα
και τέτοια διάβασε απάνω της  βαγγέλια...
 

 
 
Πιστή Γραικιά

Πιστή γραικιά μην τον θρηνείς! ΄Εχει σαν ήρωας πέσει
βόλι πικρό του χώρισε τα στήθια μεσ' τη μέση...
Μην τον θρηνείς... Τάχατε συ δεν τού 'δειξες το δρόμο
σαν κίνησε περήφανος μ' όπλο βαρύ στον ώμο
και τού 'πες με μελωδική φωνή: «Μπροστά σου νάτος
ανοίγει ο δρόμος της τιμής από θυσίες γιομάτος»;
 
Σ' αποχαιρέτησε  σεμνά κι αμίλητα ο καλός σου
ξέροντας πως παντοτεινός θαν' ο αποχωρισμός σου...
Αλαφροχάιδεψε μ' ευχή το τρυφερό βλαστάρι
των σπλάγχνων του, που κράταγες  στον κόρφο με καμάρι!...
 
Κι όταν στητή μαστίγωσε τον άνεμο η παντιέρα
της  λευτεριάς η ολόμαυρη κι έφτασε η τίμια μέρα
καθώς ο Αριστογείτονας μυρτιάς κλαδί είχε δέσει
στην ατσαλένια σπάθα  του, που κρέμασε στη μέση.
΄Ετσι κι αυτός, απόμεινε στη μάχη: Ένας γενναίος
γι' αυτό που δεν ορίζεται και δε μετριέται χρέος!...
 

 
 
ΤΟ ΘΑΜΑ

Τη μέρα εκείνη, σύναυγα, οι τρισκότεινοι ουρανοί
από μια διάπλατη αστραπή σκιστήκαν πέρα ως πέρα,
κ' ήρθε ένας άγγελος σκυφτός σε μια Παρθένα αγνή,
το θείο να φέρει μήνυμα μεσ' απ' τον άδειο αγέρα.
 
Τρανή γιορτή. Μεσ' στο βουβό σκοτάδι της σκλαβιάς,
Με την καρδιά που σπάραζεν από άρρητη αγωνία,
κάτω απ' τη σύθαμπη κεροδοσιά της εκκλησιάς,
χιλιάδες χείλη αρθρώνανε πνιχτά: "Χαίρε Μαρία!".

Κι ήταν το αίμα ενός λαού, τρισάγιο, ευγενικό,
ίδιο σαν τότε, αμόλευτο, απ' τα πανάρχαια χρόνια,
κι ήταν η σάρκα μιας γενιάς, που κάποιο Ιδανικό
τη φύλαξε ακατάλυτη, παλικαρίσια αιώνια!
 
Τρέμαν τα χέρια του ιερέα. Να φέρει πως μπορεί
σφαγή στο Γένος του, φωτιά, ξολοθρεμό κ' ορφάνια;
Μα ξάφνου -ω θάμα!- αντίδοση στο χρέος του το βαρύ,
για δεύτερη άνοιξαν φορά τα βουρκωμένα ουράνια.
 
Και διάβη ο άγγελος, στο φως  της αστραποβολής,
κ' ήρθε  σαν ήλιος, σαν πνοή, σαν ανοιξιάτικη αύρα,
πήρε απ' τα χέρια τ' άχραντα τη φλόγα της Φυλής,
Κι ανέμισε το Λάβαρο πάνω απ' την Άγια Λαύρα!
 

25 Μαρτίου 21
Ακρίτα στης Ευρώπης τους πυλώνες
η  Μοίρα σ' έχει τάξει, Μάννα Ελλάδα,
τη λευτεριά να διαφεντεύης στους αιώνες.
 
Χαρά σου, όταν Φειδίες με λαμπεράδα
στη  γή σου πελεκούνε Παρθενώνες
κι Αισχύλοι ανάβουν θεία ανέσπερη λαμπάδα
 
Μα ο πόνος σου βαθύς, όταν βαραίνει
τυράννων  μαύρη σκιά τ' άγιο σου χώμα
και της ελπίδας τους ανθούς αργομαραίνη.
 
Κακό όμοιο εκράτει κάποτε -κι ακόμα
πιο  ασήκωτο- την όψη σου θλιμμένη.
Κι ήταν πικρόχολο, που σώπαινε το στόμα
 
Μια αυγή όμως -της φυλής την αμαρτία
το  πλήρωμα του χρόνου είχε ξεπλύνει-
το βλέμμα ρίχνοντας στην που έσβηνεν εστία,
 
Τινάχτης, Κι ήταν Μάρτης, οι άσπροι κρίνοι
ευώδιαζαν. Τινάχτης την αιτία
για να μετρήσης του κακού, που φρένα λύνει
 
7. Κι ως στάθηκες ψηλά στο μετερίζι,
με  ορμή, που ξεπερνούσε και του ανέμου,
το κοφτερό έσυρες σπαθί σου, που σπιθίζει.
 
8. Και φώναξες τρανά "Καιρός πολέμου.
Με ανθούς του ονείρου η γη ξαναγεμίζει.
Ανάστα τώρα με την άνοιξη, λαέ μου".
 
 
 
25η Μαρτίου

Βροντά κι η πλάση σήμερα χαρούμενη ξυπνά
φουσκώνουνε τα πέλαγα, ψηλώνουν τα βουνά.
Παντού τραγούδια και χαρές σε πόλεις και χωριά
Εικοσιπέντε του Μαρτιού. Γιορτάζ' η Λευτεριά.
 
Ξυπνούνε τα Καλάβρυτα, το χάνι της Γραβιάς,
τα καριοφίλια ανοίγουνε τον τάφο της σκλαβιάς.
Κρήτη, Μοριάς και Ρούμελη και Σούλι και Ψαρά
Γιορτάστε τη, τη Λεβεντιά ακόμα μια φορά.
 
Στην Αλαμάνα σήμερα ο Διάκος πάλι ορθός
και ξαναστήθη απ' την αρχή στο Ζάλογγο χορός.
Στα Δερβενάκια γίγαντας ο Γέρος του Μοριά.
Χαρείτε το! Φωνάξτε το! ΖΗΤΩ! η Λευτεριά!
 

25η Μαρτίου

Και φτάσε ως τους αλύτρωτους
καβάλα στ' όνειρό σου.
Σαν άστρο φανερώσου
σιμά τους, να χαρούν.
 
Ελλάδα είσαι στα μάτια μας
των άξιων η Μητέρα.
Παιάνες πέρα ως πέρα
και δάφνης θεία κλαδιά
 
ο Εικοσιένα! Εικόνισμα
που θ' ακουμπούν τα χείλη
κι εμπρός του ένα καντήλι
θα κάνει λαμπρό, η καρδιά.
 
 
25 του Μαρτιού

γραμμένη στα ουράνια
γι' αυτό κι εγώ στολίστηκα
με τόση περηφάνια.
 
Και φόρεσα της λευτεριάς
τα ρούχα τα γραμμένα
σημάδια της ελευθεριάς
καθάρια τιμημένα.
 
Πάνω σε ράχες σκάλωσα
με χιόνια και με κρύα
ζητώντας την ελευθεριά
για τη γλυκιά Πατρίδα.
 
Η θυσία του Ζαλόγγου
Εσείς βουνά, ψηλά βουνά
και ράχες του Ζαλόγγου,
εσείς πού ακούσατε ξανά
τραγούδια ηρωικά;
 
Σουλιώτισσες γυναίκες
αντρείες και γενναίες
τα βράχια προτιμήσατε
και δάφνες μας αφήσατε.
 
Ο τρανός χορός μοιάζει
με του κύκνου το τραγούδι.
τη ζωή για την Πατρίδα
κόψατε σαν το λουλούδι.
 
 
Η τούρκικη σκλαβιά
Χρόνια πολλά εκράτησε
η τούρκικη σκλαβιά
και η Ελλάδα βάσταξε
την καρδούλα της σφιχτά.
 
Ώσπου μια μέρα λαμπερή
σαν τη σημερινή γιορτή
σηκώθηκε αντρειωμένη
νικήτρια στεφανωμένη.


25η ΜΑΡΤΙΟΥ

΄Αγια μέρα ξημερώνει ας γιορτάσουμε παιδιά
με τραγούδια, με χαρά, μ' άγια φλόγα στην καρδιά.
Χρόνια μαύρα, σκλαβωμένα καρτερούσ' η κλεφτουριά
στην Ελλάδα να δει τη Λευτεριά.
΄Αγια μέρα ευλογημένη σ' έχω πάντα στην καρδιά
και σε νιώθω, σε θωρώ φως γεμάτη κι ομορφιά.
Σε δοξάζω, σε θυμάμαι και φωνάζω με χαρά
η Ελλάδα θα ζει παντοτινά.
Δεν ξεχνώ πως έχω ακόμα αδελφούς μες στη σκλαβιά
στης Ηπείρου τα λαγκάδια και στην Κύπρο τη γλυκιά.
Μόνο εύχομαι να ζήσω, να τους δω στη Λευτεριά,
την Ελλάδα ν' αντικρίσω πιο μεγάλη, πιο πλατιά.


ΑΛΑΜΑΝΕΣ ΒΑΛΤΕΤΣΙΑ

Αλαμάνες, Βαλτέτσια, Δερβενάκι αγκαλιάζω
και ριχτός προσκυνώ
κι όλη εκείνη τη δόξα μεθυσμένος θαυμάζω
και να κλαίω αρχινώ.
Τιμημένα τοπία κι ως της θάλασσας μέρη
και σημεία τρανά
που μ' αγώνων θυσίες και με νίκης τ' αγέρι
τ' όραμά σας πλανά!
Σα σφραγίδες του χρόνου, σαν αχάλαστο μείγμα
μες στη μνήμη μπηχτές
μας βαστάει και ζούμε σ' όποιο νέο μας πλήγμα
σαν κι εκείνα του χτες.
Ω καράβια της φλόγας σε Κανάρηδων χέρια,
στόλοι καματεροί
των Σπετσών και της `Υδρας, που τη λάμψη ως τ' αστέρια
σας την παν οι καιροί!
Των Ψαρών και της Χίου πολυμύθητες ώρες
της σφαγής του χαμού
που ξυπνήσατε πλέρια της Ευρώπης τις χώρες
τη φωνή του θυμού!
Τι να ειπώ, τι να ψάλλω μπρος στα δάκρυα που τρέχουν
σιωπηλά στην ψυχή;
Τέτοιες πράξεις επαίνους δε ζητάν και δε έχουν
μηδέ τέλος ή αρχή.


ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΥΚΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Για σε γλυκιά Ελλάδα, που τόσον αγαπώ,
τα χείλη μου θα ψάλλουν τραγούδι χαρωπό.
Κι η γη του παραδείσου μου είναι ερημιά,
τη χάρη τη δική σου δεν έχει γη καμιά.
Τ' αγέρι, τα νερά σου, τα πράσινα βουνά,
τα τόσα θέλγητρά σου δε βρίσκω πουθενά.
παντού πετάς εμπρός μου, χαρά μου, μυστική
βασίλισσα του κόσμου, Ελλάδα μου γλυκιά.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ
Στα πολύ παλιά τα χρόνια,
ο Χριστός πριν γεννηθεί,
η Παναγιά στην εκκλησία
πήγε να προσευχηθεί.
Ξάφνου φάνηκε μπροστά της
ένας άγγελος λαμπρός
που βαστούσε ολάσπρο κρίνο
και σκορπούσε γύρω φως.
Και τρομάζει η Παναγίτσα,
πέφτει ευθύς γονατιστή
και θαμπώνει από το φως του
και τα μάτια της τα κλει.
'Μη φοβάσαι', της μιλάει,
'εδώ μ΄ έστειλε ο Θεός!
Κείνος πάντα σ΄ ευλογάει,
και σου είναι βοηθός!
Άκουσε το θέλημά Του
το τρανό το ξακουστό :
Ένας χρόνος πριν περάσει
θα γεννήσεις το Χριστό.'
Μόλις είπε αυτά τα λόγια
χάθηκε στον ουρανό
κι η καλή η Παναγίτσα
φχαριστάει το Θεό.
Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ
Γλυκοχαράζει η χαραυγή
και λάμπει ο ουρανός κι η γη.
Λάμπουν και βροντούν κανόνια
και γλυκοκελαηδούν τα΄αηδόνια.
Λάμπουν τουφέκια και βροντούν
και Λευτεριά παντού σκορπούν.
Λάμπει και η λεβεντογέννα
η γενιά του Εικοσιένα.


ΗΡΩΑΣ

Μη με βλέπετε μικρό
έχω φλόγα στην καρδιά
κι αγαπώ πολύ πολύ
την Πατρίδα τη γλυκιά.
Ήρωας στ΄ αληθινά
κάποια μέρα θα γενώ
κι αν η Ελλάδα χρειασθεί
τ΄ άρματα θε να ζωστώ.

25Η ΜΑΡΤΙΟΥ
Άγια μέρα ευλογημένη
σ' έχω πάντα στην καρδιά
και σε νιώθω,σε θωρώ
φως γεμάτη κι ομορφιά.
Σε δοξάζω, σε θυμάμαι
και φωνάζω με χαρά
Η Ελλάδα θα ζει παντοτινά.

ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Απ' το χωριό γλιστρούσαν σαν ίσκιοι στο σκοτάδι
και στο ξωκλήσι πέρα μαζεύονταν το βράδυ.
Μαντάλωναν τη θύρα με κάθε προσοχή,
σταυρώνανε τα χέρια σε μία προσευχή.
Κι ο δάσκαλος - ιερέας, τους μαθητές του ευλογά,
που 'τρεμε η καρδιά τους, σαν του κεριού τη φλόγα,
πριν την παράδοσή του αρχίσει του σκολειού
κάτω απ' το φως το λίγο, τ' ωχρό του καντηλιού.
Και στο παλιό ξωκλήσι, μανταλωμένοι ώρες
ξεχνούσαν της σκλαβιάς τους, τις άραχλες τις μπόρες.
Και γράμματα μαθαίναν μαζί με προσευχές
κι ατσάλωναν με πίστη τις άγιες τους ψυχές.
Μάθαιναν να αγαπούν τη μάνα τους πατρίδα,
το αίμα τους να δίνουν ως την στερνή ρανίδα
να μην σκιαχτούν ποτέ τους τ' ανήμερα θεριά
και στην γλυκιάν Ελλάδα να δώσουν λευτεριά.
Και πίστεψαν στη νίκη και γίνανε λιοντάρια
και πάλεψαν σα δράκοι τ' ανδρεία παλικάρια!!
Δε σκιάχτηκαν ποτέ τους τ' ανήμερα θεριά
και στην γλυκιάν Ελλάδα χαρίσαν λευτεριά,
γιατ' είχανε πιστέψει απ' τη στιγμή την πρώτη
μες στο κρυφό σχολειό τους και στη χρυσή τη νιότη
'Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.'
 

Ο ΛΕΒΕΝΤΗΣ

΄Ενας λεβέντης περπατεί
και τρέμει η γη όπου πατεί.
Φεσάκι κόκκινο φορεί
και φουστανέλα γιορτερή.
Κρατεί ντουφέκι στο πλευρό
και το μουστάκι έχει στριφτό.
Με στήθι ολάνοιχτο φαρδύ
περνά και ψιλοτραγουδεί,
την ΄Ανοιξη,τη Λευτεριά,
την νιότη και τη λεβεντιά.
Ο ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΣ
Δώσ' μου μανούλα μιαν ευχή
κι έλα να σε φιλήσω
μισεύω αύριο ταχύ
και πάω να πολεμήσω.
Φέρ' του πατέρα το σπαθί
που κρέμεται κει πάνω,
η μέση μου να το ζωστεί,
μαζί του να πεθάνω.
Θα πάμε όλα τα παιδιά
όλα με μια ελπίδα,
γιατί έχουμε όλα μια καρδιά
και όλα μια πατρίδα.
Ο ΧΟΡΟΣ ΜΟΥ
Άσπρη φουστανέλλα,φέσι,
θα ντυθώ γιατί μ' αρέσει
και θα μπω και θα χορέψω
τα τσαρούχια μου να ρέψω.
Θα μου παίξουν τα κλαρίνα
τα παιδιά απ' τη Σαμαρίνα.
Θα μου τραγουδούν και οι φίλοι
Καλαματιανό μαντήλι.
Κλέφτικο χορό θα πιάσω
ίσαμε που ν' αποστάσω.
Οι γιαγιάδες να ξεπορτίσουν
και οι παππούδες να δακρύσουν.
Του Παράδεισου τις πόρτες
να συντρίψουν οι Σουλιώτες
και οι Σουλιώτισσες να 'ρθούνε
πρώτες στο χορό να μπούνε.
Και να τους κρατήσει χέρι
ο Αντρούτσος το ξεφτέρι.
Να στηθεί χορός γαϊτάνι
απ' το Ζάλογγο ως το Χάνι...
ΣΤΑ ΤΡΙΚΟΡΦΑ
Στα Τρίκορφα μες στην κορφή
Κολοκοτρώνης πολεμεί,
μες στα Τρίκορφα στη ράχη
πάει το αίμα σαν αυλάκι.
Κολοκοτρώνης φώναξε
κι όλος ο κόσμος τρόμαξε.
Του Νικηταρά φωνάζει
και τους Τούρκους όλους σκιάζει.
Πού 'σαι μωρέ Νικηταρά,
που 'χουν τα πόδια σου φτερά,
μες στους κάμπους πώς κοιμάσαι
και τους Τούρκους δε φοβάσαι;
Βάζεις τους Τούρκους εμπροστά
σαν το χασάπη τα τραγιά,
Καπετάνιε μας λεβέντη,
που όλη η Τουρκιά σε τρέμει.
ΤΟ ΕΥΖΩΝΑΚΙ
Είμαι ένα ευζωνάκι
δείτε τι καλά φορώ
άσπρη ωραία φουστανέλα
και σπαθί αστραφτερό.
Κόκκινο μικρό φεσάκι
με μια φούντα μακριά
και την ξακουστή στον κόσμο
των Ελλήνων τσαρουχιά.
Είναι ο τσολιάς φωνάζουν
ζήτω και χειροκροτούν
γιατί ξέρουν πως το φως τους
στην Ελλάδα το χρωστούν.
ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Κάστρα πολλά πολέμησαν και δώσαν τα κλειδιά τους
το Μεσολόγγι το κακό, το Μεσολόγγι τ' άξιο
δεν παραδίνει τα κλειδιά, πασά δεν προσκυνάει
κι ας λιγοστεύει το ψωμί, κι ας σώνεται το αλεύρι.
Μέρα και νύχτα πόλεμο, μ' εννιά χιλιάδες Τούρκους.
Πέφτουν ντουφέκια σαν βροχή και μπόμπες σαν χαλάζι
κι από την ντάπια του ο Μακρής τα παλικάρια κράζει:
-Παιδιά, βαστάτε τ' άρματα, βαστάτε το ντουφέκι,
γιατί βοήθεια πλάκωσε, στεριάς και του πελάου,
ο Καραϊσκάκης της στεριάς κι οι Υδραίοι του πελάου.
Ούτε βοήθεια φάνηκε κι ούτε βοήθεια φτάνει.
Και σώθηκε όλο το ψωμί και σώθηκε το αλεύρι...
Μαύρο γιουρούσι κάνανε τη νύχτα του Λαζάρου...
Οι Τούρκοι τους καρτέραγαν κρυμμένοι στα χαντάκια.
Σκοτώσαν γυναικόπαιδα, χαλάσαν το γεφύρι
και λιγοστοί τους ξέφυγαν στο αίμα κολυμπώντας.
 
 
ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ

Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ,
να πηγαίνω στο σχολειό,
να μαθαίνω γράμματα,
γράμματα σπουδάματα
του Θεού τα πράματα.
Φεγγαράκι μου λαμπρό
το σπαθί μου τ' αλαφρό,
φέγγε μου σαν το κρατώ,
σαν αϊτός να πεταχτώ,
στην Πατρίδα τη χαρά
να χαρίσω Λευτεριά.
 

ΧΑΙΡΕ ΕΛΛΑΔΑ ΔΟΞΑΣΜΕΝΗ

Χαίρε Ελλάδα δοξασμένη,
φως, ελπίδα και χαρά,
ζήσε πάντα αντρειωμένη
με τιμή και λευτεριά.
Χρόνια τώρα με λαχτάρα
σε θαυμάζουν οι λαοί
και προφέρουν με τρομάρα
τ' όνομά σου οι εχθροί.
Από το Εικοσιένα
σαν αστέρι της αυγής
λάμψη στέλνεις ολοένα
ως τα πέρατα της γης.
Σαν αιώνια και μεγάλη,
σαν πατρίδα των θεών,
λάμψε, φώτισε και πάλι
με το φως τόσων σοφών.
Χαίρε αθάνατη Παρθένα,
Χαίρε κόρη λυγερή,
που με μάτια φλογισμένα
μας μιλάς με την ψυχή.
Κι είσαι λαμπροφορεμένη
με τσαπράζια και φλωριά,
κι είσαι πάντα στολισμένη
με της Νίκης τα φτερά.
 
 
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
 
 Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει
Λαλεί πουλί, παίρνει σπειρί, κ' η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα, και κλαίει:
"Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γω στο χέρι;
Οπού συ μούγινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει."
 
Ο Απρίλης με τον  Έρωτα χορεύουν και γελούνε
κι οσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε.
Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Κι' ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα  κάλλη.
 
Και μες της  λίμνης τα νερά, οπ' έφθασε μ' ασπούδα
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κ' εκείνο.
 
Μάγεμα η φύσις κι' όνειρο στην  ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
Με χίλιες βρύσες  χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
 


Παιδιά της Σαμαρίνας

Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα,
εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα,
παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ παιδιά καημένα,
παιδιά της Σαμαρίνας κι ας είστε λερωμένα.

Σαν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά,
σαν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά,
άιντε κατά την Σαμαρίνα, μωρέ παιδιά καημένα,
κατά την Σαμαρίνα, κι ας είστε λερωμένα.

Τουφέκια να μωρέ μην ρίξετε,
τουφέκια να μωρέ μην ρίξετε,
άιντε τραγούδια να μην πείτε, μωρέ παιδιά καημένα,
τραγούδια να μην πείτε, κι ας είστε λερωμένα.

Κι αν σαν ρωτήσει μωρέ η μάνα μου,
κι αν σαν ρωτήσει μωρέ η μάνα μου,
άιντε η δόλια η αδελφή μου, μωρέ παιδιά καημένα,
η δόλια η αδελφή μου, κι ας είστε λερωμένα.

Μην πείτε πως μωρέ λαβώθηκα,
μην πείτε πως μωρέ λαβώθηκα,
άιντε πως είμαι λαβωμένος μωρέ παιδιά καημένα,
πως είμαι λαβωμένος, κι ας είστε πικραμένα.


Ο Θούριος

Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Καλύτερη μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά
σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά.
Καλύτερη μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς
να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς.
Καλύτερη μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.